ἐμπαίζει

ἐμπαίζει
ἐμπαίζω
mock at
pres ind mp 2nd sg
ἐμπαίζω
mock at
pres ind act 3rd sg
ἐμπαΐζει , ἐμπαίζω
mock at
pres ind mp 2nd sg
ἐμπαΐζει , ἐμπαίζω
mock at
pres ind act 3rd sg
ἐμπαίζω
mock at
pres ind mp 2nd sg
ἐμπαίζω
mock at
pres ind act 3rd sg
ἐμπαΐζει , ἐμπαίζω
mock at
pres ind mp 2nd sg
ἐμπαΐζει , ἐμπαίζω
mock at
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμπαίζω — (AM ἐμπαίζω) 1. περιπαίζω, περιγελώ 2. απατώ, ξεγελώ («τόν εμπαίζει με υποσχέσεις») αρχ. 1. παίζω, διασκεδάζω 2. κάνω ερωτικά παιχνίδια με γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • εμπαίκτης — ο (θηλ. εμπαίκτρια, η) (AM ἐμπαίκτης, ο Μ και θηλ. ἐμπαίκτρια) αυτός που εμπαίζει, που εξαπατά …   Dictionary of Greek

  • επικοκκάστρια — ἐπικοκκάστρια, ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α) 1. αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων ἀντῳδός ἐπικοκκάστρια», Αριοτοφ. σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν») 2. κατά τη γραφή ἐπικοκκύστρια σημαίνει αυτήν που μιμείται κατά κάποιον τρόπο τη φωνή τού… …   Dictionary of Greek

  • θεομπαίχτης — ο, θηλ. θεομπαίχτρα και θεομπαίχτισσα 1. αυτός που εμπαίζει τον θεό και τα θεία, ο ασεβής 2. ο απατεώνας, ο κακοήθης που υποκρίνεται τον ευσεβή για να αποκομίζει ατομικά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μπαίχτης (< εμ παίκτης < εμ παίζω), τ.… …   Dictionary of Greek

  • κοροϊδευτής — θηλ. κοροϊδεύτρα [κοροϊδεύω] αυτός που έχει τη συνήθεια να κοροϊδεύει, να εμπαίζει ή να εξαπατά τους άλλους …   Dictionary of Greek

  • κωμωδός — ο (Α κωμῳδός) ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῑν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προκαλεί το γέλιο με διάφορα μέσα 2. αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • μυκτηριστής — ο (Α μυκτηριστής και μυκτηριαστής) [μυκτηρίζω] αυτός που εμπαίζει, χλευάζει, περιγελά κάποιον …   Dictionary of Greek

  • πειραχτήριο — και πειραχτήρι και πειρακτήριο και πειρακτήρι (ιδίως για παιδιά ή νεαρούς) αυτός που τού αρέσει να πειράζει τους άλλους, που αισθάνεται ευχαρίστηση να τούς εμπαίζει, να αστειεύεται μαζί τους, να τους ενοχλεί με περιπαικτικά λόγια ή χειρονομίες.… …   Dictionary of Greek

  • περιγελαστής — ο, θηλ. περιγελάστρα, η, Ν αυτός που εμπαίζει και περιγελά τους άλλους, χλευαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιγελώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν τού Karl Weigel] …   Dictionary of Greek

  • θεομπαίχτης — ο θηλ. θεομπαίχτρα αυτός που εμπαίζει το Θεό, ο ανευλαβής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”